- μαστῶν
- μαστάζωchewfut part act masc voc sgμαστάζωchewfut part act neut nom/voc/acc sgμαστάζωchewfut part act masc nom sg (attic epic ionic)μαστόςbmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… … Dictionary of Greek
γυναικομαστία — Η υπερβολική ανάπτυξη του ενός ή και των δύο μαστών του άντρα. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε υπερτροφία του μαζικού αδένα (γνήσια γ.) ή σε υπερβολική ανάπτυξη του λίπους των μαστών (ψευδής γ.). Συνηθισμένη επίσης αιτία είναι η ορμονική διαταραχή … Dictionary of Greek
μεταμάζιος — μεταμάζιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον το μεταξύ τών μαστών μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι μάζιος, υπο μάζιος] … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 … Dictionary of Greek
άρμεγμα — το 1. η σύσφιγξη των μαστών θηλυκού ζώου για την εξαγωγή γάλακτος 2. η χρηματική εκμετάλλευση κάποιου … Dictionary of Greek
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
αγιάθονας — ο είδος εξανθήματος, ιδίως τών μαστών τών ζώων, ο γιόθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από συμφυρμό τών γιόθος και δοθιήνας με προθετ. α και με αφομοίωση τού ο] … Dictionary of Greek
αδρόγαλη — η κατσίκα ή προβατίνα, που οι θηλές τών μαστών της έχουν εκ φύσεως μεγάλες οπές, από τις οποίες στάζει συνεχώς το γάλα χωρίς να τήν αρμέγει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + γάλα] … Dictionary of Greek
ανοίδησις — η (Α ἀνοίδησις) [ανοιδώ] πρήξιμο, εξόγκωση, φούσκωμα («ἀνοίδησις μαστῶν», «ἀνοίδησις θαλάσσης» Αριστοτέλης) … Dictionary of Greek